- αρπακτήρ
- ἁρπακτήρ (-ήρος), ο (θηλ., -κτειρα) (Α) [αρπάζω]ο κλέφτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁρπακτήρ — robber masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτῆρα — ἁρπακτήρ robber masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτῆρας — ἁρπακτήρ robber masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτῆρες — ἁρπακτήρ robber masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτῆρι — ἁρπακτήρ robber masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτῆρος — ἁρπακτήρ robber masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτήρων — ἁρπακτήρ robber masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… … Dictionary of Greek
αρπακτής — ἁρπακτής, ο (Α) [αρπάζω] ο αρπακτήρ* … Dictionary of Greek